- διάδεσμος
- διάδεσμοςconnecting bandmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάδεσμος — ο (AM διάδεσμος) [διαδέω] νεοελλ. ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τόν κάνει ανθεκτικότερο αρχ. μσν. δεσμός, ταινία για σύνδεση αρχ. επίδεσμος … Dictionary of Greek
διαδέσμοις — διάδεσμος connecting band masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέσμους — διάδεσμος connecting band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέσμων — διάδεσμος connecting band masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδεσμοι — διάδεσμος connecting band masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
διαδεσμώ — διαδεσμῶ ( έω) (Α) [διάδεσμος] δένω ταινία στο κεφάλι μου … Dictionary of Greek